- αμφίεργος
- ἀμφίεργος, -ον (Α)λέγεται για τη γη που κατά την εποχή τής σποράς δεν είναι καλά ποτισμένη και δεν τή βλέπει καλά ο ήλιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι-* + -εργος < ἔργον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμφίεργον — ἀμφίεργος worked masc/fem acc sg ἀμφίεργος worked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek